-
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
-
Ρήμα
- Κλίση στην οριστική
- Πρόσωπο και αριθμός
- Χρόνος
- Φωνή
-
Έγκλιση
- Οριστική
- Konjunktiv I
- Konjunktiv II
- Προστακτική
- Ομάδες ρημάτων
- Η σύνταξη του ρήματος
- Σημασιολογικές ομάδες ρημάτων
- Κλιτοί / άκλιτοι ρηματικοί τύποι
- Ουσιαστικό
- Επίθετο
- Επίρρημα
- Άρθρο
- Αντωνυμία
- Πρόθεση
- Σύνδεσμος
- Μόριο
- Επιφώνημα
-
Ρήμα
-
ΣΥΝΤΑΞΗ
- Είδη προτάσεων
- Σύνδεση προτάσεων
- Όροι της πρότασης
- Τύποι σχηματισμού πρότασης
- Σύνταξη της πρότασης
- Η άρνηση
Απαρέμφατο
Απαρέμφατο χωρίς zu
Το απαρέμφατο συνδέεται τις περισσότερες φορές με έναν κλιτό ρηματικό τύπο. Πριν από το απαρέμφατο στέκεται η λέξη zu.
Παράδειγμα |
Paul hat vor, in Deutschland zu studieren. |
Μόνο συγκεκριμένα ρήματα συνδέονται με ένα απαρέμφατο, στο οποίο δεν προηγείται η λέξη zu. Πρόκειται για τα εξής ρήματα:
Παραδείγματα | |
τα Modalverben dürfen, können, mögen, müssen, sollen, wollen | Ich kann nicht tanzen. |
ρήματα που παραπέμπουν στις αισθήσεις όπως hören, sehen, fühlen, spüren | Ich höre meine Tochter singen. |
Ρήματα που δηλώνουν κίνηση gehen, kommen | Ich gehe ein Bier trinken. |
το ρήμα lassen | Ich lasse mein Auto reparieren. |
το ρήμα bleiben | Ich bleibe sitzen. |
το βοηθητικό werden για το σχηματισμό του μέλλοντα | Ich werde dich besuchen. |
haben μαζί με έναν τοπικό προσδιορισμό και stehen, liegen, hängen u. a. | Ich habe mein Auto vor dem Haus stehen. |
τα ρήματα finden, schicken, heißen κ.α. | Ich schicke dich einkaufen. |
το βοηθητικό würden για το σχηματισμό της Konditionalform στον Konjunktiv II | Wenn ich Geld hätte, würde ich einen Porsche kaufen. |
Όταν ένα απαρέμφατο συνδέεται με τα ρήματα lernen, lehren και helfen, τότε μπορεί να συνοδεύεται ή και όχι από τη λέξη zu. Όταν το απαρέμφατο συνδέεται με όρους όπως ένα αντικείμενο ή έναν επιρρηματικό προσδιορισμό, τότε συνήθως στέκεται το zu πριν το απαρέμφατο.
Παραδείγματα | ||
lernen | Er lernt singen. | Er lernt deutsche Lieder zu singen. |
helfen | Er hilft ihr aufräumen. | Er hilft ihr das ganze Zimmer aufzuräumen. |
lehren | Er lehrte ihn reiten. | Er lehrte ihn ein Pferd zu satteln. |