-
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
-
Ρήμα
- Κλίση στην οριστική
- Πρόσωπο και αριθμός
- Χρόνος
- Φωνή
-
Έγκλιση
- Οριστική
- Konjunktiv I
- Konjunktiv II
- Προστακτική
- Ομάδες ρημάτων
- Η σύνταξη του ρήματος
- Σημασιολογικές ομάδες ρημάτων
- Κλιτοί / άκλιτοι ρηματικοί τύποι
- Ουσιαστικό
- Επίθετο
- Επίρρημα
- Άρθρο
- Αντωνυμία
- Πρόθεση
- Σύνδεσμος
- Μόριο
- Επιφώνημα
-
Ρήμα
-
ΣΥΝΤΑΞΗ
- Είδη προτάσεων
- Σύνδεση προτάσεων
- Όροι της πρότασης
- Τύποι σχηματισμού πρότασης
- Σύνταξη της πρότασης
- Η άρνηση
Πίνακας όλων των λέξεων
Ο ακόλουθος πίνακας περιλαμβάνει όλες τις λέξεις που συνοδεύουν ένα επίθετο που λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός ενός ουσιαστικού, την κλίση που ακολουθεί το επίθετο και πιθανές αποκλίσεις.
λέξεις που συνοδεύουν ένα επίθετο ως επιθετικός προσδιορισμός | κλίση του επιθέτου |
παρατηρήσεις
|
der/die/das | πρώτη | |
dieser/diese/dieses | πρώτη | |
jeder/jede/jedes | πρώτη | |
derselbe/dieselbe/dasselbe | πρώτη | |
derjenige/diejenige/dasjenige | πρώτη | |
alle | πρώτη | |
beide | πρώτη | |
mancher/manche/manches | πρώτη |
ή τρίτη στον πληθυντικό |
sämtliche | πρώτη | |
solcher/solche/solches | πρώτη | ή τρίτη στον πληθυντικό |
welcher/welche/welches | πρώτη | |
irgendwelcher/irgendwelche/ irgendwelches | πρώτη | ή τρίτη |
jener/jene/jenes | πρώτη | |
jedweder/jedwede/jedwedes | πρώτη | |
jeglicher/jegliche/jegliches | πρώτη | |
ein/eine/ein | δεύτερη | |
irgendein/irgendeine/irgendein | δεύτερη | |
kein/keine/kein | δεύτερη | |
mein/meine/mein usw. | δεύτερη | |
Kardinalzahlen zwei, drei usw. | τρίτη | |
viel (ohne Endung) | τρίτη | |
viele | τρίτη |
πρώτη στην ονομαστική/αιτιατική ενικού ουδετέρου και στη δοτική ενικού αρσενικού ή ουδετέρου |
wenig (ohne Endung) | τρίτη | |
wenige | τρίτη | πρώτη στη δοτική ενικού αρσενικού και ουδετέρου |
manch (ohne Endung) | τρίτη | |
solch (ohne Endung) | τρίτη | |
welch (ohne Endung) | τρίτη | |
etwas | τρίτη | |
nichts | τρίτη | |
mehr | τρίτη | |
deren, dessen | τρίτη | |
wessen | τρίτη | |
ander- | τρίτη | πρώτη στη δοτική ενικού αρσενικού και ουδετέρου |
einig- | τρίτη | πρώτη στη δοτική ενικού αρσενικού και ουδετέρου |
etlich- | τρίτη | |
folgend- | τρίτη | πρώτη στον ενικό(ή και τρίτη) |
mehrer- | τρίτη | |
dergleichen | τρίτη | |
derlei | τρίτη |